- διακελευσμα
- διακέλευσμα-ατος τό v. l. = διακέλευμα См. διακελευμα
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διακέλευσμα — διακέλευσμα, το (Α) βλ. διακέλευμα* … Dictionary of Greek
διακέλευμα — και διακέλευσμα, το (AM) παρόρμηση, παρακίνηση, προσταγή … Dictionary of Greek